άφτιαχτος

άφτιαχτος
yapılmamış, tamir edilmemiş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άφτιαχτος — και γος και στος και άφκιαγος, η, ο 1. αυτός που δεν φτιάχτηκε ή που δεν μπορεί να φτιαχτεί, ακατασκεύαστος, ανεκτέλεστος 2. ακαλλώπιστος, ασυγύριστος …   Dictionary of Greek

  • αδημιούργητος — η, ο (Α ἀδημιούργητος, ον) [δημιουργῶ] αυτός που δεν δημιουργήθηκε, ακατασκεύαστος, αδιαμόρφωτος, άπλαστος, άφτιαχτος νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που δεν σταδιοδρόμησε ικανοποιητικά σε κάποιο επάγγελμα, που δεν απέκτησε οικονομική επιφάνεια, που… …   Dictionary of Greek

  • ακατασκεύαστος — η, ο (Α ἀκατασκεύαστος, ον) [κατασκευάζω] αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος αρχ. 1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, τού οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία «ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6) 2. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αγίνωτος — αγίνωτος, η, ο και αγένωτος, η, ο 1. αυτός που δεν έγινε ακόμη, ο άφτιαχτος: Οι δουλειές του σπιτιού ήταν όλες αγίνωτες. 2. αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη: Το πεπόνι ήταν αγίνωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιόρθωτος — η, ο 1. αυτός που δε διορθώθηκε: Είχε αφήσει αδιόρθωτα πολλά λάθη. 2. αυτός που δε διορθώνεται, δε συνετίζεται: Μ όλα τα παθήματά του έμεινε αδιόρθωτος. 3. αταχτοποίητος, άφτιαχτος: Τον παρακάλεσε να μην αφήσει την κλειδαριά αδιόρθωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατασκεύαστος — η, ο άφτιαχτος: Τα έπιπλα, που καιρό τώρα είχε παραγγείλει, ήταν ακατασκεύαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”